διαβρωτικῆς

διαβρωτικῆς
διαβρωτικός
corrosive
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Νέδων — Ορμητικός χείμαρρος της Μεσσηνίας. Πηγάζει από τα όρη της Αλαγονίας, που βρίσκονται ΒΑ της Καλαμάτας, και εκβάλλει στον Μεσσηνιακό κόλπο, κοντά στο λιμάνι της Καλαμάτας. Εξαιτίας της μεγάλης κατωφέρειας του πάνω ρου του και της διαβρωτικής… …   Dictionary of Greek

  • ακτή — Ζώνη ξηράς, που βρίσκεται στο όριο επαφής μεταξύ στεριάς και υδάτινων, ωκεάνιων ή θαλάσσιων μαζών. Οι α. δεν αποτελούν ένα γραμμικό όριο μεταξύ των δύο στοιχείων, αλλά τη ζώνη της αμοιβαίας επίδρασής τους και κυρίως του νερού πάνω στη στεριά… …   Dictionary of Greek

  • κατολίσθηση — Γεωλογικό φαινόμενο κατά το οποίο μάζες πετρωμάτων ξεκολλούν από τις πλαγιές των ορεινών αναγλύφων και ολισθαίνουν προς τα χαμηλότερα μέρη, επάνω σε ένα υπόβαθρο ολίσθησης, που αποτελείται από τα υποκείμενα πετρώματα. Κ. επίσης ονομάζεται το… …   Dictionary of Greek

  • μανιτόμπα — (Manitoba). Επαρχία (647.797τ. χλμ., 1.150.848κάτ. το 2001) του νοτιοκεντρικού Καναδά, η οποία συνορεύει στα Β με την επαρχία Νούναβουτ, στα Α με την επαρχία Οντάριο, στα Ν με τις Ηνωμένες Πολιτείες (Μινεζότα και Βόρεια Ντακότα), στα Δ με την… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • διαβρωσιγενής πεδιάδα — Όρος της γεωμορφολογίας με τον οποίο χαρακτηρίζεται μια περιοχή που εξομαλύνθηκε και ισοπεδώθηκε από τη διάβρωση και παρουσιάζει επιφάνεια ελαφρώς επικλινή και ανισόπεδη. Γενικά, η δ.π. είναι μια μορφή προχωρημένης διαβρωτικής ενέργειας, κατά την …   Dictionary of Greek

  • Κιάφα — I Ένα από τα τέσσερα ιστορικά χωριά του Σουλίου, μεταξύ Αβαρίκου και Σαμονίβας, στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού Θεσπρωτίας. Μαζί με το Σούλι, το Αβαρίκο και τη Σαμονίβα αποτέλεσαν, με τη δημιουργία τους τον 15ο 16ο αι., το περίφημο Τετραχώρι,… …   Dictionary of Greek

  • Μινεσότα — (Minnesota). Πολιτεία (218.600 τ. χλμ., 4.972.294 κάτ. το 2001) των κεντρικών βορειοδυτικών ΗΠΑ με πρωτεύουσα την Σεντ Πολ (287.151 κάτ.). Συνορεύει στα Β με τον Καναδά, στα Δ με τη Βόρεια και τη Νότια Ντακότα, στα Ν με την Αϊόβα, στα Α με το… …   Dictionary of Greek

  • Πίνδος — Η σπουδαιότερη από τις Ελληνικές οροσειρές, που καλύπτει τη μεγαλύτερη ορεινή έκταση της Ελλάδας. Συνέχεια των αλβανικών οροσειρών, αρχίζει να υψώνεται από την κοιλάδα του ποταμού Δεβόλη (κοντά στο χωριό Τσαγκόνι) στο αλβανικό έδαφος και από κει… …   Dictionary of Greek

  • Πουλένκ, Φρανσίς — (Poulenc, Παρίσι 1899 – 1963). Γάλλος συνθέτης και πιανίστας. Ξεκίνησε με κλασικές σπουδές, αλλά επέβαλε το σίγουρο μουσικό του ταλέντο κατά τη διάρκεια της πολύχρονης στρατιωτικής του θητείας με τα Mouvements perpétuels (1918) για πιάνο, τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”